- φλύω
- Α1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω2. ξεχειλίζω3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς5. (το γ' εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται(κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl-u- τής ΙΕ ρίζας *bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. και λ. φλέω) —η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με *-u-, μορφή τής ρίζας *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός και με διαφορετικές παρεκτάσεις τής ρίζας τους τ. φλέδων πιθ. φλήναφος)— και συνδέεται με το λατ. fluo «ρέω» και το αρχ. σλαβ. bl' ujo «κάνω εμετό, ξερνώ». Είναι πιθανό, εξάλλου, ότι ο ενεστ. φλύω έχει σχηματιστεί υστερογενώς, μέσω ενός αμάρτυρου τ. αορίστου *ἔφλυον, σχηματισμένου από τη μηδενισμένη βαθμίδα αρχικού ενεστώτα φλέFω (< *bhl-eu-), πρβλ. κλύω* < αόρ. ἔ-κλυ-ον (< ρίζα *kleu-). Η ρίζα φλυ- / *bhlu- τού ρ. φλύω απαντά και με παρέκταση -γ- / *-gw- στους τ. φλύζω*, φλύσσει*, φλύκταινα*, φύγεθρον*, οἰνόφλυξ, καθώς και στα λατ. fluxi, fluctus τ. τού ρ. fluo. Το ρ. φλύω, τέλος, απαντά με ποικιλία σημ. Η αρχική σημ. τής ρίζας «φουσκώνω, πρήζομαι» διατηρείται στη σημ. τού φλύω «είμαι γεμάτος χυμούς, είμαι ανθηρός», καθώς και στους τ. οἰνόφλυξ, φλύκταινα. Ωστόσο, το ρ. εμφανίζει κυρίως τη σημ. «βράζω, κοχλάζω, ξεχειλίζω», από την οποία προήλθαν οι σημ. «κάνω εμετό, ξερνώ» (στον τ. μέλλ. που παραδίδει ο Ησύχ. φλύσειἀποβαλεῖ, ἐμέσει) και μτφ. «φλυαρώ» με την έννοια τών λόγων που ρέουν, που ξεχύνονται (πρβλ. φλύω, φλέω με σημ. «φλυαρώ», φλύαξ, φλύαρος, φλέδων, φλήναφος), ενώ μια σημ. «φλέγω, καίω» απαντά στον τ. φλεύω*].
Dictionary of Greek. 2013.